- ἀρρήτου
- ἄρρητοςunspokenmasc/neut gen sgἄρρητοςunspokenmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
LITURGIA — Gr. λειτουργία, voxapud patres in Eccl. frequens, non uno semper eodemque modo accipitur. Λειτουργεῖν primâ notione, est opus facere publicum, vel publice, quae significatio postea sese laxius explicuit. Apud Graecos Scriptores Platonem, Aristor … Hofmann J. Lexicon universale
ανοχή — η (AM ἀνοχή) [ανέχω] η ανεκτικότητα, η επιείκεια, η μακροθυμία φρ. «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(Κ.Δ.) «ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου) «η ανοχή των ξένων θρησκευμάτων» «ψήφος ανοχής προς την κυβέρνηση νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… … Dictionary of Greek
εξαντλώ — (AM ἐξαντλῶ, έω) [αντλώ] καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ («μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῡντα ἤ τὸ πᾱν ἤ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. (για αφηρημ. ιδιότητες, έννοιες, πράγματα κ.λπ.) χρησιμοποιώ, διαθέτω πλήρως («εξαντλήθηκε η υπομονή μου») 2.… … Dictionary of Greek
Αδωναΐ — Εβραϊκή ονομασία του Θεού, που σημαίνει Κύριός μου.Με την ονομασία αυτή αποφεύγεται για λόγους ευλάβειας και φόβου η χρήση του ιερού και άρρητου ονόματος του Θεού και τονίζεται ιδιαίτερα η σχέση υποταγής και εξάρτησης που υπάρχει ανάμεσα στη… … Dictionary of Greek
ИОСИФ ОБРУЧНИК — Прав. Иосиф Обручник и отрок Иисус Христос. Икона. Ок. 1850 г. (Археологический музей в Варне, Болгария) Прав. Иосиф Обручник и отрок Иисус Христос. Икона. Ок. 1850 г. (Археологический музей в Варне, Болгария) [греч. ᾿Ιωσὴφ ὁ μνηστὴρ; лат. Ioseph … Православная энциклопедия